προπερισπώ

προπερισπώ
προπερισπῶ, -άω, ΝΑ
γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, -ένη, -ο
αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» — λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε αντιδιαστολή προς την περισπώμενη, η οποία παίρνει περισπωμένη στη λήγουσα)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προπερισπώμενον
λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + περισπῶ «τονίζω με περισπωμένη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπερίσπασις — άσεως, ἡ, Α [προπερισπῶ] γραμμ. ο τονισμός τής παραλήγουσας με περισπωμένη …   Dictionary of Greek

  • προπερισπωμένως — Α επίρρ. με περισπωμένη στην παραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπερισπώμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. τού προπερισπῶ] …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”